κράμβος

κράμβος
κράμβος
Grammatical information: adj.
Meaning: = καπυρός, ξηρός, of sounds (Ar. Eq. 539, H., Suid.)
Derivatives: κραμβαλέος `dry, roasted' (Ath.; after αὑαλέος a.o.), κραμβαλίζουσιν καπυρίζουσι H.; with vowelassimilation κρομ-βόω `roast, bake' (Diph.). - κραμβότατον στόμα; H., Suid.); as subst. m. `blight in grapes, when they shrivel before they are ripe' (Thphr.; Strömberg Theophrastea 167). - Here also κράμβαλα μνημεῖα H. (of the urn with ashes), which is quite unclear to me. Further κράμβωτον ἰκτῖνος τὸ ζῳ̃ον H. (after the claws?; diff. Thompson s. v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word has been compared with OHG (h)rimfan `wrinkel, curb, rūmpfen' as IE *kremb-, *kromb-. On the ending -βος and the α-vowel cf. a. o. σκαμβός, κλαμβός (s. v.). The accent is remarkable and may point to original substantiv. function. - Fur. 238 compares κραῦρος `dry, frail, fragile' (s.v.), without prenasalization and with for β (on which see Fur. 228 -242), which is convincing; note Frisk s.v. κραῦρος "ebenfalls mit bemerkenswerter Barytonese." Fur. 343 further adduces κόμβος [note the accent!] ὁ κόνδυλος. καὶ ὁ καπυρός; κρομβότατον καπυρώτατον. κατακεκονδυλωμένον H. Further perh. κράβυζος (s.v.). So without a doubt a Pre-Greek word. - Fur. 283 analyses κράμβωτον and connects κράμβος λάρος H.[`mew'] what I do not understand.
Page in Frisk: 2,5-6

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κράμβος — loud masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβος — (I) κράμβος, η, ον (Α) 1. ξηρός 2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h) «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν α αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • κραμβότατον — κράμβος loud masc acc superl sg κράμβος loud neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβων — κράμβος loud fem gen pl κράμβος loud masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβοτάτου — κράμβος loud masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβοτάτῳ — κράμβος loud masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβαι — κράμβη cabbage fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβη cabbage fem dat sg (doric aeolic) κράμβος loud fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβος loud fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβας — κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem acc pl κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem gen sg (doric aeolic) κράμβᾱς , κράμβος loud fem acc pl κράμβᾱς , κράμβος loud fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαμβός — κλαμβός, ή, όν (Μ) ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. (μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή τού κράμβος] …   Dictionary of Greek

  • κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • κράμβωτον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος τὸ ζῴον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβος + κατάλ. ωτόν, ουδ. τής ωτός (πρβλ. αμυλιδ ωτόν, παρακανδ ωτόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”